Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁ παρῳχημένος

  • 1 παρωχημένος

    παροχέομαι
    sit beside in a chariot: perf part mp masc nom sg
    ——————
    παροίχομαι
    to have passed by: perf part mp masc nom sg

    Morphologia Graeca > παρωχημένος

  • 2 παρῳχημένος

    Morphologia Graeca > παρῳχημένος

  • 3 παρωχημένος

    [парохимэнос] επ прошедщий, прошлый, былой.

    Эллино-русский словарь > παρωχημένος

  • 4 παρωχημένος

    obsolet

    Griechisch-Katalanisch Wörterbuch > παρωχημένος

  • 5 παρῳχημένος

    παρ-ῳχημένος, ὁ, χρόνος, die vergangene Zeit, tempus praeteritum, Gramm.

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > παρῳχημένος

  • 6 παρωχημένος

    (modası) geçmiş

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > παρωχημένος

  • 7 παρ-οίχομαι

    παρ-οίχομαι (s. οἴχομαι), vorbeigehen, Il. 4, 272; auch von der Zeit, νὺξ παρῴχηκε, 10, 252; δεῖμα παροιχόμενον, Pind. I. 7, 12; παροίχεται δὲ πόνος, παροίχεται δὲ τοῖσι μὲν τεϑνηκόσιν τὸ μήποτ' αὖϑις μηδ' ἀναστῆναι μέλειν, Aesch. Ag. 553; ἡ παροιχομένη νύξ, Her. 9, 58. 60; Ὀλύμπια παροιχώκεε, 8, 72; παρῳχημένου χρόνου, 2, 14; παροιχομένων κακῶν αἴτιος, Xen. Hell. 1, 4, 17; τὰ παροιχόμενα, das Vergangene, An. 2, 4, 1, wo freilich die v. l. παρῳχημένα, aber Krüger richtig auf das simplex οἴχομαι verweis't, welches auch im Präsens oft Perfectbdtg hat; so auch Her. τῶν παροιχομένων ἔχειν χάριν, 7, 120; ὁ ϑόρυβος ἤδη παρῳχήκει, Pol. 8, 29, 9; S0., παρῳχημένῃ νυκτί, Plut. Camill. 14. – Daher bei den Gramm. ὁ παρῳχημένος, sc. χρόνος, tempus praeteritum, od. παρῳχηκώς, S. Emp. adv. phys. 2, 119 u. oft. – Auch vorbeigehen, vernachlässigen, versäumen, πολυδρόμου φυγᾶς ὄφελος εἴ τί μοι, παροίχομαι δείματι, vor Furcht habe ich es nicht beachtet, Aesch. Suppl. 719; vgl. νείκους τοῦδ' ἐγὼ παροίχομαι, 447, Schol. ἐκτὸς ἔσομαι τοῦ νείκους, ich vermeide den Streit; aber Eur. Med. δύστανε, μοίρας ὅσον παροίχει ist = wie sehr gehst du fehl, irrst du in deinem Geschick.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > παρ-οίχομαι

  • 8 παροιχομαι

        (fut. παροιχήσομαι; pf. παρῴχηκα и παροίχωκα, παρῴχημαι и παροίχημαι; ppf. παρῳχήκειν)
        1) уходить прочь, удаляться Hom.
        

    παροιχόμενοι ἄνδρες Pind. — люди, которых уже нет

        2) ( о событиях) проходить, миновать
        παρῴχηκεν πλέων νὺξ τῶν δύο μοιράων Hom. — прошло больше двух третей ночи;
        ἥ παροιχομένη νύξ Her. — прошлая ночь;
        τὰ παροιχόμενα Her., Xen.; — минувшее;
        грам. ὅ παρῳχημένος (sc. χρόνος) Sext. или τὸ παρῳχηκός — прошедшее время

        3) отклоняться, отходить
        

    π. τοῦ νείκους Aesch. — уклоняться от борьбы;

        μοίρας π. Eur. — лишиться (своей) судьбы, т.е. прежнего величия;
        π. δείματι Aesch.упустить (что-л.) от страха, по по друг. умирать от страха

    Древнегреческо-русский словарь > παροιχομαι

  • 9 χρονος

         χρόνος
        ὅ
        1) время
        

    μυρίος или μακρὸς κἀναρίθμητος χ. Soph. — бесконечное время;

        τοῦ χρόνου τὸν πλεῖστον Thuc. — большую часть времени;
        τὸν δι΄ αἰῶνος χρόνον Aesch. — вековечно;
        ὅ πρὴν (πάρος, πρόσθεν или ἄλλος) χ. Soph. — прежнее время, прошлое;
        ὅ λοιπὸς χ. Soph., Xen. — последующее время, будущее;
        χρόνου περιϊόντος или ἐπιγιγνομένου Her. и ἐν χρόνῳ Aesch. — с течением времени, спустя некоторое время;
        ἀνὰ и ἐς χρόνον Her. — впоследствии;
        διὰ χρόνου Thuc. — по истечении некоторого времени, Arph. в течение некоторого времени, немного, Soph. от времени до времени;
        διὰ πολλοῦ χρόνου Her. и διὰ μακρῶν χρόνων Plat. — через большие промежутки времени, но διὰ πολλοῦ χρόνου Arph. и ἐν πολλῷ χρόνῳ Plat. в течение долгого времени;
        ὅ χ. διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι Soph. — день уходил у меня за днем, т.е. время шло;
        (ἐκ) πολλοῦ или μακροῦ χρόνου Her., Soph., Arph. etc. — с давнего времени;
        (ἐπὴ) χρόνον Hom., Her., Thuc. — в течение известного времени;
        ἐντὸς χρόνου Her. — по истечении некоторого времени, т.е. в близком будущем;
        ἕνα χρόνον Hom.сразу же или раз навсегда;
        τοῦ λοιποῦ χρόνου Soph., Arph. — впредь, отныне;
        τοῦ χρόνου πρόσθεν Soph. и πρὸ τοῦ καθήκοντος χρόνου Aeschin. — преждевременно;
        ἀφ οὗ χρόνου Xen. — с тех пор как;
        ποίου χρόνου ; Aesch. — с какого времени?;
        πόσου χρόνου ; Arph.как долго?

        2) время, пора
        

    τοῦ ἔτους χ. Xen. — время года;

        χ. βίου Eur. — продолжительность жизни, век;
        ἥβης χ. Eur. — пора юности;
        ὅ παρεληλυθὼς χ. и οἱ παρελθόντες χρόνοι Isocr. или ὅ παρῳχημένος χ. Sext. — прошлое время;
        ὅ ἐνεστηκὼς или ἐνεστὼς χ. Sext. — настоящее время;
        ὅ μέλλων χ. Sext. — будущее время;
        τρίμηνος χ. Soph. — трехмесячный промежуток;
        δεκέτης χ. Soph.десятилетие

        3) возраст
        

    (χ. ἀνθρώπων Soph.)

        χρόνῳ παλαιός или βαρύς Soph. (очень) старый, дряхлый;
        χρόνῳ μείων γεγώς Soph.младший

        4) промедление, задержка
        χρόνους ἐμποιεῖν Dem. — откладывать, отсрочивать;
        χρόνον ἔχειν Theocr.долго тянуться

        5) грам. глагольное время
        6) стих. просодическое время, количество гласного или слога

    Древнегреческо-русский словарь > χρονος

  • 10 Abbreviations

    adj = adjective
    adv = adverb/adverbial
    past-p = past participle
    verb = verb (infinitive)
    pres-p = present participle
    prep = preposition/adpos.
    conj = conjunction
    pron = pronoun
    prefix = prefix
    suffix = suffix
    noun = noun
    m = der - männlich (Maskulinum)
    f = die - weiblich (Femininum)
    n = das - sächlich (Neutrum)
    pl = die - Mehrzahl (Plural)
    österr. = österreichisch
    südd. = süddeutsch
    nordd. = norddeutsch
    ostd. = ostdeutsch
    schweiz. = schweizerisch
    regional = regional gebräuchlich (landschaftlich)
    alt = alte Schreibweise (vor 2004)
    ugs. = umgangssprachlich
    fig. = figurativ (in bildlichem, übertragenem Sinn)
    hum. = humoristisch
    pej. = pejorativ (abwertend)
    vulg. = vulgär
    veraltend = veraltend
    veraltet = veraltet
    geh. = gehoben
    Rsv. = Rechtschreibvariante (weniger gebräuchlich)
    indekl. = indeklinabel
    jd. = jemand
    jdn. = jemanden
    jdm. = jemandem
    jds. = jemandes
    etw. = etwas
    jd./etw. = jemand/etwas
    jdn./etw. = jemanden/etwas
    jdm./etw. = jemandem/etwas
    Gen. = Genitiv
    Dat. = Dativ
    Akk. = Akkusativ
    +Gen. = wird mit Genitiv gebraucht
    +Dat. = wird mit Dativ gebraucht
    +Akk. = wird mit Akkusativ gebraucht
    ο = αρσενικό
    η = θηλυκό
    το = ουδέτερο
    οι = αρσενικό ή θηλυκό στον πληθυντικό
    τα = ουδέτερο στον πληθυντικό
    απαρχ. = απαρχαιωμένος
    επίσ. = επίσημος
    ευφ. = ευφημιστικός
    καθ. = καθαρεύουσα
    κυπρ. = Κυπριακά
    κοιν. = κοινώς
    μεταφ. = μεταφορικά
    νεολ. = νεολογισμός
    παρωχ. = παρωχημένος
    συναισθ. = συναισθηματικά φορτισμένη λέξη
    υποτ. = υποτιμητικά
    χυδ. = χυδαϊσμός
    οικ. = οικείος
    άκλ. = άκλιτος
    αυτοπ. = αυτοπαθής

    Griechisch-Deutsch-Wörterbuch > Abbreviations

  • 11 παροίχομαι

    παρ-οίχομαι, vorbeigehen; auch von der Zeit; τὰ παροιχόμενα, das Vergangene. Daher bei den Gramm. ὁ παρῳχημένος, sc. χρόνος, tempus praeteritum. Auch vorbeigehen, vernachlässigen, versäumen; πολυδρόμου φυγᾶς ὄφελος εἴ τί μοι, παροίχομαι δείματι, vor Furcht habe ich es nicht beachtet; ἐκτὸς ἔσομαι τοῦ νείκους, ich vermeide den Streit; δύστανε, μοίρας ὅσον παροίχει ist = wie sehr gehst du fehl, irrst du in deinem Geschick

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > παροίχομαι

  • 12 παροίχομαι

    παροίχομαι pf. ptc. neut. παρῳχηκός (Tat. 26, 1) and παρῳχημένος mid. dep. to be past, of time (οἴχομαι ‘go, come’; Hom. et al.; Dionys. Hal. 11, 5 χρόνος; SIG 885, 5 διὰ τῶν παρῳχημένων χρόνων; CPR 10, 6; PRyl 153, 35; Jos., Ant. 8, 301) ἐν ταῖς παρῳχημέναις γενεαῖς Ac 14:16.—M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > παροίχομαι

См. также в других словарях:

  • παρωχημένος — η, ο / παρωχημένος, η, ον, ΝΜΑ βλ. παροίχομαι …   Dictionary of Greek

  • παρωχημένος — παροχέομαι sit beside in a chariot perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρῳχημένος — παροίχομαι to have passed by perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναχρονικός — ή, ό αυτός που μένει πίσω από την εποχή του, ο ξεπερασμένος, ο παρωχημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναχρονίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 από τον αρχαιολόγο και ζωγράφο Αλέξ. Φιλαδελφέα (ψευδών. Άλφας) στην εφημερίδα Ακρόπολις («αναχρονικός κριτής της… …   Dictionary of Greek

  • μακρινός — (Marcus Opellius Severus Macrinus, 164 – Βιθυνία 218 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (217 218), μαυριτανικής καταγωγής. Το 212 έγινε έπαρχος. Λέγεται ότι οργάνωσε τη δολοφονία του Καρακάλλα (217), γεγονός που επαληθεύεται και από την ανακήρυξή του σε …   Dictionary of Greek

  • νεωτερισμός — ο (Α νεωτερισμός) [νεωτερίζω] 1. (γενικά) ενέργεια που γίνεται προκειμένου να επιτευχθεί μεταβολή, πρωτοτυπία καινοτομία νεοελλ. 1. μεταβολή στη σκέψη, στις αντιλήψεις ή στον τρόπο ζωής, υιοθέτηση νέων ιδεών ή συστημάτων 2. μόδα, συρμός 3. (στο… …   Dictionary of Greek

  • ξεπερνώ — άω 1. βγαίνω έξω από μια ορισμένη κατάσταση, υπερβαίνω (α. «ξεπέρασε τα όρια» β. «ξεπέρασα τον εαυτό μου») 2. βγάζω κάτι από την οπή στην οποία ήταν περασμένο («ξεπερνώ την κλωστή από τη βελόνα») 3. υπερτερώ, είμαι καλύτερος, προηγούμαι («τόν… …   Dictionary of Greek

  • παρωχημένως — Α επίρρ. κατά το παρελθόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρωχημένος, μτχ. παρακμ. τού παροίχομαι «περνώ, έχω φύγει» + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • στρατιωτικός — ή, ό / στρατιωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατό ή στον στρατιώτη (α. «στρατιωτικά δικαστήρια» β. «στρατιωτική στολή» γ.» στρατιωτικαὶ οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατιωτικός άτομο που υπηρετεί …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»