-
1 παρωχημένος
παροχέομαιsit beside in a chariot: perf part mp masc nom sg——————παροίχομαιto have passed by: perf part mp masc nom sg -
2 παρῳχημένος
Βλ. λ. παρωχημένος -
3 παρωχημένος
[парохимэнос] επ прошедщий, прошлый, былой. -
4 παρωχημένος
obsolet -
5 παρῳχημένος
παρ-ῳχημένος, ὁ, χρόνος, die vergangene Zeit, tempus praeteritum, Gramm. -
6 παρωχημένος
(modası) geçmiş -
7 παρ-οίχομαι
παρ-οίχομαι (s. οἴχομαι), vorbeigehen, Il. 4, 272; auch von der Zeit, νὺξ παρῴχηκε, 10, 252; δεῖμα παροιχόμενον, Pind. I. 7, 12; παροίχεται δὲ πόνος, παροίχεται δὲ τοῖσι μὲν τεϑνηκόσιν τὸ μήποτ' αὖϑις μηδ' ἀναστῆναι μέλειν, Aesch. Ag. 553; ἡ παροιχομένη νύξ, Her. 9, 58. 60; Ὀλύμπια παροιχώκεε, 8, 72; παρῳχημένου χρόνου, 2, 14; παροιχομένων κακῶν αἴτιος, Xen. Hell. 1, 4, 17; τὰ παροιχόμενα, das Vergangene, An. 2, 4, 1, wo freilich die v. l. παρῳχημένα, aber Krüger richtig auf das simplex οἴχομαι verweis't, welches auch im Präsens oft Perfectbdtg hat; so auch Her. τῶν παροιχομένων ἔχειν χάριν, 7, 120; ὁ ϑόρυβος ἤδη παρῳχήκει, Pol. 8, 29, 9; S0., παρῳχημένῃ νυκτί, Plut. Camill. 14. – Daher bei den Gramm. ὁ παρῳχημένος, sc. χρόνος, tempus praeteritum, od. παρῳχηκώς, S. Emp. adv. phys. 2, 119 u. oft. – Auch vorbeigehen, vernachlässigen, versäumen, πολυδρόμου φυγᾶς ὄφελος εἴ τί μοι, παροίχομαι δείματι, vor Furcht habe ich es nicht beachtet, Aesch. Suppl. 719; vgl. νείκους τοῦδ' ἐγὼ παροίχομαι, 447, Schol. ἐκτὸς ἔσομαι τοῦ νείκους, ich vermeide den Streit; aber Eur. Med. δύστανε, μοίρας ὅσον παροίχει ist = wie sehr gehst du fehl, irrst du in deinem Geschick.
-
8 παροιχομαι
(fut. παροιχήσομαι; pf. παρῴχηκα и παροίχωκα, παρῴχημαι и παροίχημαι; ppf. παρῳχήκειν)1) уходить прочь, удаляться Hom.παροιχόμενοι ἄνδρες Pind. — люди, которых уже нет
2) ( о событиях) проходить, миновать(ὀλύμπια παροιχώκεε Her.)
παρῴχηκεν πλέων νὺξ τῶν δύο μοιράων Hom. — прошло больше двух третей ночи;ἥ παροιχομένη νύξ Her. — прошлая ночь;τὰ παροιχόμενα Her., Xen.; — минувшее;грам. ὅ παρῳχημένος (sc. χρόνος) Sext. или τὸ παρῳχηκός — прошедшее время3) отклоняться, отходитьπ. τοῦ νείκους Aesch. — уклоняться от борьбы;
μοίρας π. Eur. — лишиться (своей) судьбы, т.е. прежнего величия; -
9 χρονος
ὅ1) времяὁ μυρίος или μακρὸς κἀναρίθμητος χ. Soph. — бесконечное время;
τοῦ χρόνου τὸν πλεῖστον Thuc. — большую часть времени;τὸν δι΄ αἰῶνος χρόνον Aesch. — вековечно;ὅ πρὴν (πάρος, πρόσθεν или ἄλλος) χ. Soph. — прежнее время, прошлое;ὅ λοιπὸς χ. Soph., Xen. — последующее время, будущее;χρόνου περιϊόντος или ἐπιγιγνομένου Her. и ἐν χρόνῳ Aesch. — с течением времени, спустя некоторое время;ἀνὰ и ἐς χρόνον Her. — впоследствии;διὰ χρόνου Thuc. — по истечении некоторого времени, Arph. в течение некоторого времени, немного, Soph. от времени до времени;διὰ πολλοῦ χρόνου Her. и διὰ μακρῶν χρόνων Plat. — через большие промежутки времени, но διὰ πολλοῦ χρόνου Arph. и ἐν πολλῷ χρόνῳ Plat. в течение долгого времени;ὅ χ. διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι Soph. — день уходил у меня за днем, т.е. время шло;(ἐπὴ) χρόνον Hom., Her., Thuc. — в течение известного времени;ἐντὸς χρόνου Her. — по истечении некоторого времени, т.е. в близком будущем;τοῦ λοιποῦ χρόνου Soph., Arph. — впредь, отныне;τοῦ χρόνου πρόσθεν Soph. и πρὸ τοῦ καθήκοντος χρόνου Aeschin. — преждевременно;ἀφ οὗ χρόνου Xen. — с тех пор как;ποίου χρόνου ; Aesch. — с какого времени?;πόσου χρόνου ; Arph. — как долго?2) время, пораτοῦ ἔτους χ. Xen. — время года;
χ. βίου Eur. — продолжительность жизни, век;ἥβης χ. Eur. — пора юности;ὅ ἐνεστηκὼς или ἐνεστὼς χ. Sext. — настоящее время;ὅ μέλλων χ. Sext. — будущее время;τρίμηνος χ. Soph. — трехмесячный промежуток;δεκέτης χ. Soph. — десятилетие3) возраст(χ. ἀνθρώπων Soph.)
χρόνῳ μείων γεγώς Soph. — младший4) промедление, задержка(χρόνον ποιεῖν Dem.)
χρόνους ἐμποιεῖν Dem. — откладывать, отсрочивать;χρόνον ἔχειν Theocr. — долго тянуться5) грам. глагольное время6) стих. просодическое время, количество гласного или слога -
10 Abbreviations
adj = adjectiveadv = adverb/adverbialpast-p = past participleverb = verb (infinitive)pres-p = present participleprep = preposition/adpos.conj = conjunctionpron = pronounprefix = prefixsuffix = suffixnoun = nounm = der - männlich (Maskulinum)f = die - weiblich (Femininum)n = das - sächlich (Neutrum)pl = die - Mehrzahl (Plural)österr. = österreichischsüdd. = süddeutschnordd. = norddeutschostd. = ostdeutschschweiz. = schweizerischregional = regional gebräuchlich (landschaftlich)alt = alte Schreibweise (vor 2004)ugs. = umgangssprachlichfig. = figurativ (in bildlichem, übertragenem Sinn)hum. = humoristischpej. = pejorativ (abwertend)vulg. = vulgärveraltend = veraltendveraltet = veraltetgeh. = gehobenRsv. = Rechtschreibvariante (weniger gebräuchlich)indekl. = indeklinabeljd. = jemandjdn. = jemandenjdm. = jemandemjds. = jemandesetw. = etwasjd./etw. = jemand/etwasjdn./etw. = jemanden/etwasjdm./etw. = jemandem/etwasGen. = GenitivDat. = DativAkk. = Akkusativ+Gen. = wird mit Genitiv gebraucht+Dat. = wird mit Dativ gebraucht+Akk. = wird mit Akkusativ gebrauchtο = αρσενικόη = θηλυκότο = ουδέτεροοι = αρσενικό ή θηλυκό στον πληθυντικότα = ουδέτερο στον πληθυντικόαπαρχ. = απαρχαιωμένοςεπίσ. = επίσημοςευφ. = ευφημιστικόςκαθ. = καθαρεύουσακυπρ. = Κυπριακάκοιν. = κοινώςμεταφ. = μεταφορικάνεολ. = νεολογισμόςπαρωχ. = παρωχημένοςσυναισθ. = συναισθηματικά φορτισμένη λέξηυποτ. = υποτιμητικάχυδ. = χυδαϊσμόςοικ. = οικείοςάκλ. = άκλιτοςαυτοπ. = αυτοπαθής -
11 παροίχομαι
παρ-οίχομαι, vorbeigehen; auch von der Zeit; τὰ παροιχόμενα, das Vergangene. Daher bei den Gramm. ὁ παρῳχημένος, sc. χρόνος, tempus praeteritum. Auch vorbeigehen, vernachlässigen, versäumen; πολυδρόμου φυγᾶς ὄφελος εἴ τί μοι, παροίχομαι δείματι, vor Furcht habe ich es nicht beachtet; ἐκτὸς ἔσομαι τοῦ νείκους, ich vermeide den Streit; δύστανε, μοίρας ὅσον παροίχει ist = wie sehr gehst du fehl, irrst du in deinem Geschick -
12 παροίχομαι
παροίχομαι pf. ptc. neut. παρῳχηκός (Tat. 26, 1) and παρῳχημένος mid. dep. to be past, of time (οἴχομαι ‘go, come’; Hom. et al.; Dionys. Hal. 11, 5 χρόνος; SIG 885, 5 διὰ τῶν παρῳχημένων χρόνων; CPR 10, 6; PRyl 153, 35; Jos., Ant. 8, 301) ἐν ταῖς παρῳχημέναις γενεαῖς Ac 14:16.—M-M.
См. также в других словарях:
παρωχημένος — η, ο / παρωχημένος, η, ον, ΝΜΑ βλ. παροίχομαι … Dictionary of Greek
παρωχημένος — παροχέομαι sit beside in a chariot perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρῳχημένος — παροίχομαι to have passed by perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναχρονικός — ή, ό αυτός που μένει πίσω από την εποχή του, ο ξεπερασμένος, ο παρωχημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναχρονίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 από τον αρχαιολόγο και ζωγράφο Αλέξ. Φιλαδελφέα (ψευδών. Άλφας) στην εφημερίδα Ακρόπολις («αναχρονικός κριτής της… … Dictionary of Greek
μακρινός — (Marcus Opellius Severus Macrinus, 164 – Βιθυνία 218 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (217 218), μαυριτανικής καταγωγής. Το 212 έγινε έπαρχος. Λέγεται ότι οργάνωσε τη δολοφονία του Καρακάλλα (217), γεγονός που επαληθεύεται και από την ανακήρυξή του σε … Dictionary of Greek
νεωτερισμός — ο (Α νεωτερισμός) [νεωτερίζω] 1. (γενικά) ενέργεια που γίνεται προκειμένου να επιτευχθεί μεταβολή, πρωτοτυπία καινοτομία νεοελλ. 1. μεταβολή στη σκέψη, στις αντιλήψεις ή στον τρόπο ζωής, υιοθέτηση νέων ιδεών ή συστημάτων 2. μόδα, συρμός 3. (στο… … Dictionary of Greek
ξεπερνώ — άω 1. βγαίνω έξω από μια ορισμένη κατάσταση, υπερβαίνω (α. «ξεπέρασε τα όρια» β. «ξεπέρασα τον εαυτό μου») 2. βγάζω κάτι από την οπή στην οποία ήταν περασμένο («ξεπερνώ την κλωστή από τη βελόνα») 3. υπερτερώ, είμαι καλύτερος, προηγούμαι («τόν… … Dictionary of Greek
παρωχημένως — Α επίρρ. κατά το παρελθόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρωχημένος, μτχ. παρακμ. τού παροίχομαι «περνώ, έχω φύγει» + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
στρατιωτικός — ή, ό / στρατιωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατό ή στον στρατιώτη (α. «στρατιωτικά δικαστήρια» β. «στρατιωτική στολή» γ.» στρατιωτικαὶ οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατιωτικός άτομο που υπηρετεί … Dictionary of Greek